ακρογιαλιά

ακρογιαλιά
η
η άκρη τού γιαλού, παραλία, ακροθαλασσιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρογιάλι.
ΠΑΡ. ακρογιαλίτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ακρογιάλι — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 15 μ., 189 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμών του νομού Μεσσηνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ανατολικής Μάνης. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ., 52 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γυθείου του… …   Dictionary of Greek

  • ακροθαλασσιά — και ακροθάλασσα, η η άκρη τής θάλασσας κοντά στη στεριά ή η άκρη τής στεριάς που βρέχεται από τη θάλασσα, ακρογιαλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + θάλασσα ο μεταπλασμός αναλογικά προς τη λ. ακρογιαλιά. ΠΑΡ. ακροθαλασσινός, ακροθαλάσσιος,… …   Dictionary of Greek

  • Anna-Maria Papaharalambous — (Άννα Μαρία Παπαχαραλάμπους) is a Greek stage, television, and film actress. tage Credits*Οι Ηλίθιοι **Phonetic: I Ilithioi **Translation: The IdiotsTelevision Credits*Ψίθυροι Καρδιάς **Phonetic: Psithiroi Kardias **Translation: Whispers of the… …   Wikipedia

  • Savina Yannatou — (Greek: Σαβίνα Γιαννάτου / Savína Giannátou ; born March 17, 1959 in Athens) is a renowned professional Greek female singer.She studied singing at the Greek national conservatory of Athens and later at the Guildhall School of Music and Drama in… …   Wikipedia

  • Antiochos Evangelatos — (griechisch Αντίοχος Ευαγγελάτος, * 25. Dezember 1903 in Lixouri; † 1981 in Athen) war ein griechischer Dirigent und Komponist. Biografie Evangelatos lernte zu seiner Schulzeit das Geigenspiel am Athener Konservatorium bei Tony Schultze,… …   Deutsch Wikipedia

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • αιγιαλός — Η ακρογιαλιά, ο γιαλός, η ακτή, το περιγιάλι, η ακροθαλασσιά. Η ξηρά που βρέχεται μόνιμα από θάλασσα και όχι από έκτακτες πλημμύρες. Ο α. αποτελεί κοινόχρηστο χώρο και ανήκει στο Δημόσιο, το οποίο μπορεί να τον εκμεταλλεύεται και να παραχωρεί… …   Dictionary of Greek

  • ακρογιαλίτης — ισσα, ικο αυτός που κατοικεί στα παράλια ή προέρχεται από την παραλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρογιαλιά. ΠΑΡ. ακρογιαλίτικος] …   Dictionary of Greek

  • ακρολιμνιά — η η άκρη, η όχθη τής λίμνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + λίμνη, αναλογικά προς λ. όπως: ακρογιαλιά, ακροθαλασσιά, ακροποταμιά] …   Dictionary of Greek

  • ακροπελαγιά — η ακροθαλασσιά, γιαλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακροπέλαγος ο μεταπλασμός σε ιά κατά τα ακρογιαλιά, ακροθαλασσιά, ακρολιμνιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”